οζοντοσκοπικός

οζοντοσκοπικός
και οζονοσκοπικός, -ή, -ό
χημ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οζοντοσκόπιο και στις μετρήσεις που γίνονται με αυτό
β) φρ. «οζοντοσκοπικός χάρτης»
χημ. ειδικός διηθητικός χάρτης διαποτισμένος με διάλυμα ιωδιούχου καλίου ο οποίος υποδεικνύει με την αλλοίωση τού χρώματος που υφίσταται την παρουσία τού όζοντος στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonoscopique (< όζον* + -σκοπικός < σκοπώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”